Η ΜΟΝΙΜΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Στο σημείο αυτό γίνεται παρουσίαση της αρχαιολογικής έρευνας στην Ανατολική Κρήτη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται συχνά στην Κρήτη, γεγονός που, σε συνδυασμό με τις ορατές αρχαιότητες στο νησί, οδήγησε εδώ, ήδη από τον 15ο αιώνα, γεωγράφους, ειδικούς επιστήμονες και περιηγητές. Οι πρώτες έρευνες στην Ανατολική Κρήτη έγιναν στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου από ξένες αρχαιολογικές σχολές. Μέχρι και σήμερα, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λασιθίου, η Βρετανική, η Γαλλική, η Βελγική, η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή, το Ιρλανδικό Ινστιτούτο, καθώς και η Αρχαιολογική Εταιρεία και ελληνικά Πανεπιστήμια, συνεχίζουν τις έρευνες στο Λασίθι.
Με εύληπτο και κατανοητό τρόπο παρουσιάζεται η επιστήμη της Αρχαιολογίας. Η επιστήμη αυτή αποκαλύπτει, καταγράφει και μελετά τα υλικά κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας με σκοπό την ανασύνθεση και ερμηνεία του πολιτισμού των κοινωνιών του παρελθόντος. Ο εντοπισμός αρχαιολογικών θέσεων βασίζεται στη μελέτη των ιστορικών πηγών, σε επιφανειακή έρευνα, σε νεότερες προφορικές μαρτυρίες, ακόμη και σε τυχαία περιστατικά. Στις ανασκαφικές έρευνες συμμετέχουν αρχαιολόγοι, συντηρητές, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, σχεδιαστές, φωτογράφοι και ειδικευμένοι εργάτες. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αποκαλύπτονται σταθερά και κινητά ευρήματα, τα οποία συντηρούνται και φυλάσσονται. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με την καταγραφή, μελέτη, δημοσίευση του υλικού και την παρουσίαση των ευρημάτων στις εκθέσεις του μουσείου.
Εδώ δίνονται πληροφορίες για τις μεθόδους των θετικών επιστημών που βοηθούν την αρχαιολογική επιστήμη σε κάποιες περιπτώσεις που οι παραδοσιακές αρχαιολογικές μέθοδοι δεν μπορούν να απαντήσουν σε ερωτήματα που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της αρχαιολογικής έρευνας. Κάποιες από αυτές τις μεθόδους είναι: οι γεωφυσικές διασκοπήσεις και το γεωραντάρ (GPR), που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό αρχαιοτήτων στο υπέδαφος, η φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων –Χ (XRF) που διερευνά τη χημική σύσταση διαφόρων αρχαιολογικών υλικών, η ανάλυση οργανικών καταλοίπων που διερευνά την ύπαρξη υπολειμμάτων προϊόντων που περιέχονταν μέσα σε κεραμικά δοχεία, κ.α.
Στο τμήμα αυτό παρουσιάζεται χρονολογικά και θεματικά η πορεία της Ανατολικής Κρήτης από τη Νεολιθική Εποχή έως το τέλος της Εποχής του Χαλκού και την αρχή της Εποχής του Σιδήρου. Παρότι υπάρχουν σποραδικές ενδείξεις κατοίκησης στην Κρήτη ήδη από την Παλαιολιθική περίοδο και στην Ανατολική Κρήτη από την Ακεραμική (νέα έρευνα στο Σπήλαιο Πελεκητών) και τη Μέση Νεολιθική (στεατοπυγικό ειδώλιο από το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας), η Ύστερη και η Τελική φάση της έδωσαν αδιαμφισβήτητα στοιχεία για την ύπαρξη μόνιμων εγκαταστάσεων στην περιοχή. Η κατεργασία και η χρήση του χαλκού στην αρχή της 3ης χιλιετίας π.Χ. σηματοδοτεί την εισαγωγή της περιοχής στο Μινωικό πολιτισμό. Διαδοχικά παρουσιάζονται στην έκθεση οι πρώτοι οικισμοί, τα παλαιά και νέα ανάκτορα της περιοχής, οι νεοανακτορικοί και μετανακτορικοί οικισμοί, η ανάπτυξη του γραφειοκρατικού συστήματος και η διοίκηση, η διαχρονική οικονομική οργάνωση και η παραγωγή, η διαμόρφωση και παγίωση των θρησκευτικών αντιλήψεων, η διαχείριση του θανάτου και οι ταφικές πρακτικές, η εικόνα των ανθρώπων της Εποχής του Χαλκού.
Η ενότητα αυτή αναφέρεται στις εντοπισμένες θέσεις από επιφανειακές έρευνες καθώς και λίγες ανασκαμμένες θέσεις της Ύστερης και Τελικής Νεολιθικής Εποχής που δείχνουν την πυκνότητα της κατοίκησης στην Ανατολική Κρήτη. Πέρα από την γενική αναφορά κυρίως με εποπτικό υλικό στις εντοπισμένες θέσεις, π.χ. νεολιθικό πηγάδι Φουρνής, επιφανειακές έρευνες στο Βρόκαστρο, στον Ισθμό Ιεράπετρας, στο Καβούσι κλπ, παρουσιάζονται με υλικά κατάλοιπα το Σπήλαιο Πελεκητών, η Οικία στο Μαγκασά, ο Αζοριάς, η Μίλατος και διάφορες θέσεις στην περιοχή της Σητείας.
Στην Ανατολική Κρήτη οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις τοποθετούνται στην Ύστερη (5300-4500 π.Χ.) και την Τελική Νεολιθική εποχή (4500-3200 π.Χ.).
Η χρήση των σπηλαίων μπορεί να είναι οικιακή, όπως στα σπήλαια «Τραπέζα», «Αργουλιά» και «Ψυχρό» στο Οροπέδιο Λασιθίου, ταφική, όπως στο «Θεριόσπηλιο» Παχειάς Άμμου και στα «Σκαφίδια» Οροπεδίου Λασιθίου, καθώς επίσης οικιακή και παράλληλα λατρευτική, όπως στα «Πελεκητά» Κάτω Ζάκρου. Μοναδικό στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου είναι μέχρι στιγμής το πηγάδι στο ΚαστέλλιΦουρνής, που δείχνει την ικανότητα εκμετάλλευσης των υπόγειων πηγών νερού σε μια περιοχή με ξηρό κλίμα.
Εδώ παρουσιάζεται το μεγαλύτερο οικιστικό σύνολο κεραμικής του μουσείου που προέρχεται από τον Πρωτομινωικό ΙΙ οικισμό που ανασκάφηκε στην κορυφή του λόφου Φούρνου Κορυφή Μύρτου. Σε καθεμιά από τις 6 ή 7 συνεχόμενες οικίες του εντοπίστηκαν χώροι εργασίας, μαγειρεία, αποθήκες με μεγάλους πίθους, ενώ ένα από τα δωμάτια αναγνωρίστηκε ως εργαστήριο κεραμέα. Μεγάλοι πήλινοι ληνοί χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή οίνου, λίθινοι τριπτήρες αποδεικνύουν την καλλιέργεια σιτηρών, μεγάλος αριθμός υφαντικών βαρών υποδεικνύει την ενασχόληση με την υφαντική.Σε ένα μικρό οικιακό ιερό με τρια δωμάτια και πολλά αγγεία βρέθηκε η γνωστή «Θεά της Μύρτου», ένα μοναδικό σπονδικό αγγείο με μορφή γυναίκας. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε μετά την καταστροφή του από πυρκαγιά στο τέλος της Πρωτομινωικής ΙΙ περιόδου.
Προανακτορική περίοδος
Προανακτορική περίοδος
Προανακτορική περίοδος
Η ενότητα αυτή παρουσιάζει το ανάκτορο της Ζάκρου, στο ανατολικότερο άκρο της Κρήτης, που ιδρύεται γύρω στα 1900 π.Χ. και επανοικοδομείται στα 1600 π.Χ. περίπου. Η θέση του το κατέστησε σημαντικό κέντρο εμπορικών ανταλλαγών με την Ανατολή και πύλη εισόδου στην Κρήτη πρώτων υλών, τέχνεργων και νέων ιδεών.
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του παρουσιάζει στενή συγγένεια με τα άλλα τρία ανάκτορα. Καρδιά του συγκροτήματος ήταν η κεντρική αυλή, από όπου ξεκινούσε δρόμος που κατέληγε στο λιμάνι. Γύρω από αυτή διατάσσονται μαγειρεία, εργαστήρια, αποθήκες, θησαυροφυλάκιο, αρχείο, δεξαμενή καθαρμών, αίθουσες τελετουργιών και συμποσίων και τα λεγόμενα βασιλικά διαμερίσματα.
Η αιφνίδια καταστροφή του στα τέλη της Νεοανακτορικής περιόδου και το γεγονός ότι δεν συλήθηκε ποτέ, το κατέστησαν μοναδικό ως προς το εύρος και την ποσότητα των αντικειμένων που βρέθηκαν in situ.
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Εδώ παρουσιάζεται το τρίτο σε μέγεθος ανάκτορο της μινωικής Κρήτης ,στους πρόποδες του όρους Σελένα. Το μεγαλύτερο μέρος των ορατών σήμερα ερειπίων του τοποθετείται στο διάστημα 1650-1450π.Χ.,ενώ από την αρχική οικοδομική του φάση (1900-1700π.Χ.) σώζεται μικρό τμήμα. Στα σημαντικότερα αντικείμενα που ήρθαν στο φως περιλαμβάνονται το χρυσό κόσμημα των μελισσών, ξίφη με λαβές από κρύσταλλο, ελεφαντόδοντο και χρυσό, λίθινη λαβή σκήπτρου σε σχήμα προτομής πάνθηρα κ.α. που εκτίθενται στο Μουσείο Ηρακλείου.
Παλαιοανακτορική περίοδος
Τα Γουρνιά δίνουν μια σαφή εικόνα μιας μικρής πόλης της Νεοανακτορικής περιόδου. Εξαιτίας της κομβικής θέσης του στον ισθμό, ανάμεσα στις βόρειες και νότιες ακτές του νησιού, ο οικισμός εξελίχθηκε σε ένα πλούσιο οικονομικό κέντρο. Μετά από μια καταστροφή κατά την Παλαιοανακτορική περίοδο, ο νέος οικισμός αναδιοργανώθηκε και περιλάμβανε ένα μικρό «ανάκτορο» -έδρα της τοπικής διοίκησης- πολλές οικίες, οργανωμένο οδικό δίκτυο και ορθογώνια δημόσια αυλή. Στο τέλος της Νεοανακτορικής περιόδου η πόλη καταστράφηκε, και σ τη Μετανακτορική περίοδο υπήρξε μια μικρής έκτασης επανακατοίκηση. ΟΙ κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, την αγγειοπλαστική, τη μεταλλουργία και την υφαντουργία, ενώ είχαν επαφές με άλλες περιοχές εντός και εκτός Κρήτης.
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Κτιριακό συγκρότημα στη θέση Πλακάκια Μακρυγιαλού, δυτικά του σημερινού οικισμού. Ανάγεται στο διάστημα 1480 π.Χ.-1425 π.Χ. περίπου. Το οικοδόμημα παρουσιάζει στοιχεία ανακτορικής αρχιτεκτονικής. Στα κινητά ευρήματα περιλαμβάνονται πήλινα και λίθινα αγγεία, ειδώλια και ένας σφραγιδόλιθος από στεατίτη που αναπαριστά ιερό πλοίο, ιέρεια και φοινικόδεντρο. Η γεωγραφική του θέση στις ακτές του Λυβικού πελάγους και το γεγονός ότι ήταν απομακρυσμένο από άλλες μινωικές εγκαταστάσεις, σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική του διάταξη και τη φύση των ευρημάτων υποδεικνύουν μία εγκατάσταση με διοικητικό και ενδεχομένως θρησκευτικό χαρακτήρα.
Νεοανακτορική περίοδος
Χάρη στη γεωγραφική του θέση και στο μοναδικό διπλό λιμάνι, που παρείχε καταφύγιο με κάθε καιρό, ο οικισμός του Μόχλου γνώρισε μεγάλη άνθηση. Κατά την Προανακτορική περίοδο ο οικισμός επεκτάθηκε κατά μήκος της παράκτιας ζώνης και διαμορφώθηκε ένα μεγάλο νεκροταφείο με τάφους-οικίες στις δυτικές πλαγιές. Η πόλη καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε στα τέλη της Προανακτορικής και στην Παλαιοανακτορική περίοδο. Καταστράφηκε ξανά από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, ξαναχτίστηκε και μετά καταστράφηκε πάλι γύρω στο 1450 π.Χ. Στην περίοδο αυτή η πόλη είχε ένα κέντρο για την τέλεση εκδηλώσεων, και 20-30 οικίες μοιρασμένες σε τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα. Στη Μετανακτορική περίοδο 13 πολύ μικρότερα σπίτια χτίστηκαν στα ερείπια της προγενέστερης πόλης. Η τελευταία φάση εκτεταμένης κατοίκησης στο Μόχλο αντιπροσωπεύεται από μια οχυρωμένη πόλη με λιμάνι που χρονολογείται στο 2ο και 1ο αι. π.Χ.
Νεοανακτορική περίοδος
Εδώ παρουσιάζεται η μινωική εγκατάσταση στη νησίδα Χρυσή ή Γαϊδουρονήσι, νότια της Ιεράπετρας. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που αποκαλύφθηκαν αντιστοιχούν σε ένα μικρό οικισμό με 10-12 οικίες, αλλά με εξαιρετικά ανθηρή οικονομία που μαρτυρείται από την απρόσμενη ποσότητα, αλλά κυρίως την ποιότητα των κινητών αντικειμένων που ήρθαν στο φως, γεγονός που σχετίζεται ενδεχομένως με το σημαίνοντα ρόλο που έπαιξε το νησί ως κέντρο επεξεργασίας πορφύρας.
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Ο μινωικός οικισμός του Σίσι βρίσκεται στο παραθαλάσσιο λόφο 4 χλμ. ανατολικά των Μαλίων και κατέχει στρατηγική θέση. Η θέση κατοικήθηκε από την ΠΜ ΙΙΑ περίοδο έως την προχωρημένη ΥΜ ΙΙΙΒ. Τη βόρεια πλαγιά του λόφου καταλαμβάνει νεκροταφείο με διάρκεια από την ΠΜ ΙΙΑ έως τη ΜΜ ΙΙΒ περίοδο. Από το νεοανακτορικό οικισμό αποκαλύφθηκαν ορισμένες μεγάλες οικίες – εργαστήρια, ενώ στην τελευταία φάση κατοίκησης του χώρου ανήκει ένα εκτεταμένο συγκρότημα οργανωμένο σε πτέρυγες γύρω από μια υπαίθρια αυλή. Στην ίδια περίοδο χρονολογήθηκε και ένα μικρό ιερό. Το συγκρότημα καταστράφηκε μάλλον από σεισμό κατά την ώριμη ΥΜ ΙΙΙΒ περίοδο και δεν ξανακατοικήθηκε.
Νεοανακτορική περίοδος
Ο οικισμός Χαλασμένος, πάνω στον ομώνυμο λόφο με 240 μέτρα υψόμετρο δυτικά των ορεινών όγκων της Σητείας προς την Ιεράπετρα, είναι ένας από τους πιο ενδεικτικούς οικισμούς της ΥΜΙΙΙΓ εποχής (12ος αιώνας π.Χ.) που εγκαταλείπεται στο τέλος της και κατοικείται ξανά στην Γεωμετρική εποχή (8ο π.Χ.) Η ΥΜΙΙΙΓ αρχιτεκτονική του συνδύαζε μινωικά και μυκηναϊκά στοιχεία και το κέντρο του καταλαμβάνουν μεγάλα ορθογώνια κτίσματα επηρεασμένα από μυκηναϊκούς αρχιτεκτονικούς τύπους. Στο βόρειο άκρο του οικισμού βρισκόταν το δημόσιο ιερό.
Από τη Νεολιθική εποχή τεχνίτες εξειδικεύονταν στην παραγωγή και διάθεση αντικειμένων καθημερινής χρήσης (οικιακά σκεύη, εργαλεία, ενδύματα), αλλά και προϊόντων κοινωνικού κύρους (κοσμήματα, σφραγίδες, όπλα). Στην ενότητα αυτή παρουσιάζεται η πρωτογενής παραγωγή, με την καλλιέργεια της γης, την εκτροφή ζώων και συχνά κάποιες βιοτεχνικές δραστηριότητες.
Προανακτορική περίοδος
Η ενότητα προσεγγίζει την ιδέα της γεωργίας. Διαμορφώνονται χωράφια σε κοιλάδες, σε οροπέδια και σε άνδηρα στις πλαγιές όπου καλλιεργούνται δημητριακά, όσπρια, ελιές, αμπέλια, λινάρι και φρούτα. Στην αρχή χρησιμοποιούνται λίθινα εργαλεία ενώ στη συνέχεια η χρήση μεταλλικών εργαλείων και του άροτρου διευκολύνει την καλλιέργεια και αυξάνει την παραγωγή. Ένα μέρος από τα γεωργικά αγαθά εκτός από την διατροφική τους αξία αποτελούν και πρώτη ύλη για την βιοτεχνία καθώς και είδος προς ανταλλαγή
Εδώ παρουσιάζεται η κτηνοτροφία και η μελισσοκομία, που αποτελούσαν δύο από τις πιο σημαντικές δραστηριότητες στη Μινωική Κρήτη. Η εύρεση οστών και δοντιών ζώων κατά τις ανασκαφικές έρευνες των μινωικών οικισμών επιβεβαιώνει την εκτροφή αιγοπροβάτων, χοίρων και βοοειδών, ενώ σε ορεινές περιοχές έχουν εντοπιστεί μικρά οικοδομήματα, που έχουν ερμηνευτεί ως κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις. Αναφορικά με τη μελισσοκομία, στην αρχή περισυνέλεγαν το μέλι από κοιλότητες δέντρων και σχισμές βράχων, ενώ αργότερα χρησιμοποιούσαν πήλινες κυψέλες και καπνιστήρια για να βελτιώσουν την παραγωγή.
Μια ξεχωριστή ενότητα είναι εκείνη που δείχνει τη σημασία της θάλασσας για τους Μινωίτες. Στις παραθαλάσσιες περιοχές ασχολούνται με την αλιεία μικρών και μεγάλων ψαριών χρησιμοποιώντας αγκίστρια και δίκτυα όπως μαρτυρούν τα ευρήματα. Συνέλεγαν επίσης πεταλίδες, στρείδια και καβούρια ως τροφή, πορφύρες για παραγωγή βαφής, και τρίτωνες για τη μετάγγιση υγρών και για χοές κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετουργιών, ενώ η εύρεση αλατιού μαζί με υπολείμματα ψαριών μαρτυρεί γνώσεις συντήρησης τους.
Νεοανακτορική περίοδος
Εδώ προσεγγίζεται η δραστηριότητα του κυνηγιού, η οποία από την αρχαιότητα αποτελεί σημαντική ενασχόληση. Το κυνήγι ομαδικό ή μοναχικό φαίνεται να αποτελεί μια σημαντική δραστηριότητα με θηράματα τον λαγό, τους αίγαγρους, τα ελάφια, το πλατόνι, τα αγριογούρουνα, τα άγρια βοοειδή, τους ασβούς καθώς και διάφορα είδη πτηνών. Σε καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις ο σκύλος παρουσιάζεται άμεσα συνδεδεμένος με το κυνήγι.
Η ενότητα αυτή παρουσιάζει την κεραμική παραγωγή. Κεραμικά εργαστήρια έχουν εντοπιστεί σε ανάκτορα και οικισμούς. Παράλληλα περιφερόμενοι εξειδικευμένοι κεραμείς κατασκεύαζαν σε προσωρινές εγκαταστάσεις μεγάλου μεγέθους αγγεία αποθήκευσης και λάρνακες. Οι κεραμείς αφού συνέλλεγαν και επεξεργάζονταν την άργιλο, κατασκεύαζαν αγγεία με τροχό ή μη και τα έψηναν σε ανοιχτή πυρά ή κλίβανο. Πρόκειται για σκεύη οικιακής χρήσης, αποθήκευσης, μεταφοράς και τελετουργικά, που παρουσιάζουν διακόσμηση εγχάρακτη, ανάγλυφη ή ζωγραφική με μοτίβα γεωμετρικά και σχηματοποιημένα αλλά και με εικονιστικά θέματα από το φυσικό και το θαλάσσιο κόσμο.
Προανακτορική περίοδος
Άλλη σημαντική δραστηριότητα ήταν εκείνη τως κατασκευής λίθινων αντικειμένων και αγγείων, μικρού και μεγαλύτερου μεγέθους. Οι τεχνίτες λαξεύουν, με τη βοήθεια ποικίλων εργαλείων (μαχαίρια, σμίλες, γλυφίδες, τρυπάνια, πριόνια), σκληρούς (αλάβαστρο, ορεία κρύσταλλο, μάρμαρο, οψιανό) αλλά και μαλακούς λίθους (χλωρίτη, στεατίτη, οφίτη) τοπικούς και εισαγόμενους.
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Εδώ παρουσιάζεται η μεταλλοτεχνία, μια από τις πιο σημαντικές ενασχολήσεις των Μινωιτών τεχνιτών. Οι πρώτες ύλες εισάγονται από Κύπρο, Λαύριο, Κυκλάδες, Μικρά Ασία, Αφγανιστάν και Αίγυπτο. Αφού έλιωναν τα μέταλλα σε χωνευτήρια με την βοήθεια φυσερών, οι τεχνίτες είτε τα σφυρηλατούσαν με αμόνι και σφυρί για να τους δώσουν το επιθυμητό σχήμα είτε γινόταν χύτευσή τους σε μήτρες. Κατασκεύαζαν αγγεία, χρηστικά αντικείμενα, εργαλεία, ειδώλια και εγχειρίδια. Εργαστήρια κατεργασίας χαλκού εντοπίστηκαν στα Μάλια (Συνοικία Μ), στο Χρυσοκάμινο, στη Ζάκρο, στο Παλαίκαστρο και στον Πετρά.
Στα εργαστήρια σφραγιδογλυφίας (όπως στη Συνοικία Μ των Μαλίων) οι τεχνίτες χρησιμοποιούσαν μαλακές πέτρες, οστά ή ελεφαντόδοντο που έκοβαν με πριόνι στο επιθυμητό σχήμα και μέγεθος, τις λείαιναν με ξέστρες και στιλβωτήρες, και στη συνέχεια σκάλιζαν την παράσταση και λείαιναν ξανά την επιφάνεια. Η κατεργασία αργότερα ημιπολύτιμων λίθων απαιτούσε μεγαλύτερη επιδεξιότητα και πιο εξειδικευμένα εργαλεία. Οι σφραγίδες πιστοποιούσαν την κυριότητα ή την αυθεντικότητα κάποιου προϊόντος, χρησίμευαν ως κοσμήματα και ως φυλαχτά.
Μετανακτορική περίοδος
Νεοανακτορική περίοδος
Νεοανακτορική περίοδος
Στην υφαντουργία, σημαντική βιοτεχνία της εποχής, το μαλλί και το λινάρι ήταν οι βασικές πρώτες ύλες. Στα ανακτορικά εργαστήρια διδάσκονταν η υφαντική τέχνη και μέρος της παραγωγής αποτελούσε εξαγώγιμο είδος. Πλήθος σφονδύλια από τα αδράχτια και υφαντικά βάρη από κάθετους αργαλειούς βρέθηκαν επίσης σε πολλές οικίες.
Σχεδόν παράλληλα με την πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή αναπτύχθηκε και το εμπόριο της περιοχής. Με την παρουσίαση εισηγμένων αντικειμένων από διάφορες περιοχές της Κρήτης ή και από μακρινές περιοχές της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και εκθεμάτων στα οποία διακρίνονται πολιτισμικές επιρροές, θα γίνει προσπάθεια να δοθεί στους επισκέπτες μια σαφής εικόνα της διακίνησης των αγαθών και των εμπορικών σχέσεων.
Συνοικία Ν, Μετανακτορική περίοδος
Νεοανακτορική περίοδος
Νεοανακτορική περίοδος
Η εισαγωγή στην Ανατολική Κρήτη ήδη από την Τελική Νεολιθική και την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού οψιανού από τη Μηλο και τη Νίσηρο, ελεφαντόδοντου από την Αίγυπτο και τη Συρία, χαλκού από την Κύπρο και το Λαύριο, κασσίτερου και lapis lazuli από το Αφγανιστάν, κεχριμπαριού από τη Βαλτική καταδεικνύει την ανάπτυξη του εξωκρητικού εμπορίου και της διαρκώς αυξανόμενης προόδου της ναυσιπλοϊας. Στην ενότητα αυτή τα εκθέματα παρουσιάζουν τις σχέσεις του ανατολικού τμήματος της Κρήτης με περιοχές μακρινές, αλλά και τις πολιτισμικές επιρροές που ανιχνεύονται μέσα από αυτά.
Προανακτορική περίοδος
Μετανακτορική περίοδος
Μετανακτορική περίοδος
Παλαιοανακτορική περίοδος
Στην υποενότητα αυτή παρουσιάζονται προϊόντα διαφόρων κρητικών κεραμικών εργαστηρίων που βρέθηκαν σε διαφορετικές από τον τόπο παραγωγής τους περιοχές της Ανατολικής Κρήτης, μαρτυρώντας έτσι την ύπαρξη σχέσεων και εμπορίου μέσα στο νησί και τη διακίνηση αγαθών από τόπο σε τόπο. Ως παράδειγμα αναφέρουμε την ανεύρεση στους τάφους της Αγ. Φωτιάς Σητείας αγγείων από την Κεντρική Κρήτη, στο χώρο των Μαλίων άλλων που κατασκευάστηκαν στην περιοχή του Μεραμπέλου, της Μεσαράς ή της Νότιας Κρήτης , ή σε τάφους της Ανατολικής Κρήτης προϊόντων του εργαστηρίου της Κυδωνίας.
Μετανακτορική περίοδος
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Η ενότητα αναφέρεται στη λατρεία και τις ερμηνείες που δίνονται σχετικά με αυτή. Η άσκηση της λατρείας γινόταν αρχικά στο ύπαιθρο, σε σπήλαια και ιερά κορυφής ενώ αργότερα σταθεροποιήθηκε ο τύπος του οικιακού, ανακτορικού και δημόσιου ιερού. Σε ιερά κορυφής και σπήλαια οι πιστοί προσέφεραν στο θεό ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, διπλούς πελέκεις, όπλα και αγγεία
Παλαιοανακτορική περίοδος
Μετανακτορική περίοδος
Στα περισσότερα από αυτά δεν εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, εξαιρουμένων κάποιων που οριοθετούνταν από περιβόλους. Οι πιστοί έφερναν μαζί τους προσφορές, τις οποίες είτε κατέθεταν στις σχισμές των βράχων είτε έριχναν σε φωτιές που ανάβονταν κατά τις τελετουργίες. Οι προσφορές σχετίζονταν κυρίως με την υγεία και τις δραστηριότητές τους. Πρόσφεραν ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, αγγεία και ιερά σύμβολα. Ομοιώματα μελών του ανθρώπινου σώματος, μερικές φορές παραμορφωμένα, αφιερώνονταν ως παράκληση ή ευχαριστία για ίαση.
Παλαιοανακτορική περίοδος
Παλαιοανακτορική περίοδος
Στα ιδιωτικά ιερά η λατρεία ασκούνταν σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού. Αυτό δεν παρουσίαζε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με εξαίρεση την ύπαρξη θρανίου κατά μήκος ενός τοίχου για τη στήριξη των ειδωλίων και των λατρευτικών σκευών Από την άλλη, τα δημόσια ιερά ήταν αρχικά ενσωματωμένα στα ανακτορικά συγκροτήματα, τα οποία και ήλεγχαν, όπως φαίνεται, την άσκηση της λατρείας
Προανακτορική περίοδος
Μετανακτορική περίοδος
Μετανακτορική περίοδος
Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται οι πρακτικές ταφής των νεκρών. Συνήθης πρακτική ταφής στην Κρήτη ήδη από την Νεολιθική και καθ’ όλη τη Μινωική εποχή ήταν ο ενταφιασμός, αρχικά σε σπήλαια και βραχοσκεπές, αργότερα σε υπέργειους οικογενειακούς τάφους-οικίες, σε ορύγματα μέσα σε πίθους και λάρνακες και τέλος σε θολωτούς και θαλαμοειδείς τάφους. Στην Ανατολική Κρήτη –Ελούντα- εντοπίστηκαν και οι πρωιμότερες καύσεις νεκρών στην Κρήτη που χρονολογούνται στην ΥΜ ΙΙΙΑ2 και ΥΜΙΙΙΒ περίοδο.
“Η υποενότητα αυτή αναφέρεται στους χαρακτηριστικούς για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και τον
πλούτο των ευρημάτων τους τάφους – οικίες της Προανακτορικής και Παλαιοανακτορικής περιόδου, που απαντώνται στην Ανατολική Κρήτη και αντιστοιχούν στους μεγάλους θολωτούς τάφους της Κεντρικής Κρήτης”
Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται τα σπήλαια και οι βραχοσκεπές που εκτός της χρήσης τους ως χώροι ταφής νεκρών χρησιμοποιήθηκαν και για δευτερογενή ταφή, δηλ. ως οστεοφυλάκια. Τέτοιοι χώροι έχουν εντοπιστεί στον Πετρά Σητείας, στην Εβραϊκή στο Καβούσι, στον Άγ. Χαράλαμπο Οροπεδίου Λασιθίου.
Προανακτορική-Παλαιοανακτορική περίοδος
Στην ενότητα αυτή θα παρουσιαστούν οι κτιστοί θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι της Ανατολικής Κρήτης ξεκινώντας από το σημαντικότερο λόγω των σχέσεων με τις Κυκλάδες και μεγαλύτερο νεκροταφείο της Προανακτορικής περιόδου, αυτό της Αγ. Φωτιάς, με την πλειονότητα των 263 τάφων του να ανήκουν στην κατηγορία των μικρών κτιστών θολωτών. Θα παρουσιαστούν επίσης οι κτιστοί θολωτοί τάφοι της Μετανακτορικής περιόδου που αποκαλύφθηκαν στην Κριτσά, στο Καμινάκι, στην Καλαμαύκα, στο Καρφί και σε άλλες θέσεις, καθώς και οι θαλαμοειδείς λαξευμένοι στο μαλακό βράχο, μεταξύ των οποίων αυτοί της Γρα Λυγιάς και της Μυρσίνης.
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Ταφές και τιμές για τους νεκρούς
Εκτός από τα ταφικά κτήρια που χρησιμοποιούνταν για την ταφή πολλών μελών μιας οικογένειας ή ενός γένους, υπήρχαν και οι ανεξάρτητες ταφές σε λακκοειδή ορύγματα, σε κιβωτιόσχημους κτιστούς τάφους ή σε πίθους. Δημοφιλής πρακτική ήδη από τη Μεσομινωική περίοδο ήταν η ταφή των νεκρών σε πίθους σε συνεσταλμένη στάση. Μεγάλα νεκροταφεία με πιθοταφές ερευνήθηκαν στην Παχειά Άμμο και τα Γουρνιά. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε και στη Μετανακτορική περίοδο με ταφές νήπιων και παιδιών σε μικρούς πίθους ή μέσα σε άλλα αποθηκευτικά αγγεία. Χαρακτηριστική είναι η πιθοταφή από τα Κρυά Σητείας.
Η ενότητα δίνει πληροφορίες για την εξωτερική εμφάνιση των Μινωιτών, που τις αντλούμε κυρίως από τις τοιχογραφίες, τα ειδώλια που ανακαλύφθηκαν σε ιερά κορυφής, τους σφραγιδόλιθους, καθώς και από κοσμήματα και αντικείμενα που σχετίζονταν με την περιποίηση και τον καλλωπισμό του σώματος.
“Η εποχή αυτή πήρε το όνομά της από τη γενίκευση της χρήσης του σιδήρου ως υλικού κατασκευής εργαλείων και όπλων. Οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (970-810 π.Χ.), ορεινοί και πεδινοί, χτίζονται σε θέσεις όπου προϋπήρχαν μινωικές εγκαταστάσεις. Οι αναταραχές που προκάλεσε η ένοπλη διεκδίκηση των καλλιεργήσιμων γαιών του νησιού, ανάγκασαν τους Κρήτες να κινηθούν προς ορεινά και άγονα σημεία (οικισμοί – καταφύγια). Η λατρεία συνεχίζει να ασκείται σε οικιακά ή υπαίθρια ιερά, σε σπήλαια, παράλληλα όμως εμφανίζονται οι πρώτοι ναοί.
Φαίνεται ότι στον 7ο αιώνα τα αριστοκρατικά γένη είχαν καταλάβει την εξουσία και το αριστοκρατικό πολίτευμα διατηρήθηκε ως την ελληνιστική εποχή. Η μετάβαση από τις κώμες στις πόλεις έγινε σταδιακά, ενώ εμφανής είναι η διατήρηση της αρχαϊκής συγκρότησης των οικισμών και των παραδοσιακών μορφών στην αρχιτεκτονική.
Ο συντηρητισμός και η έλλειψη ανανέωσης επιδρά και στην καλλιτεχνική δημιουργία που ακολουθεί τα ελληνικά πρότυπα. Για την πολιτιστική στασιμότητα από τον 5ο αιώνα π.Χ. και εξής ευθύνονται εξάλλου και οι πολύχρονοι και σκληροί εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των κρητικών πόλεων.
Στη νέα πολιτικογεωγραφική ενότητα που δημιούργησαν οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, η Κρήτη απέκτησε καίρια στρατηγική θέση. Από τον 2ο αιώνα π.Χ. έγινε ορμητήριο πειρατών που έκαναν επιθέσεις σε πλοία και σε ρωμαϊκά λιμάνια. Το 67 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν το νησί, το οποίο γνωρίζει μεγάλη ευμάρεια ως τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας”
“Για τους πρώτους αιώνες της λεγόμενης ιστορικής περιόδου (1050-630) έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Έμμεσα μόνο μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις σημαντικότερες εξελίξεις στο νησί, όπως την άφιξη νέων ομάδων πληθυσμού και την αλλαγή στη διοικητική οργάνωση. Φαίνεται πάντως ότι στην Ανατολική Κρήτη δε συνέβησαν δραματικές αλλαγές στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, αλλά αρχικά συνεχίστηκε σε μεγάλο βαθμό η κρητομηκυναϊκή παράδοση, όπως τουλάχιστον δείχνουν η εξέλιξη της δομής των οικισμών και τα στοιχεία της θρησκείας και της λατρευτικής πρακτικής. Την εποχή αυτή ωστόσο αρχίζει να αναπτύσσεται και ο θεσμός της ελληνικής πόλης-κράτους με το αστικό κέντρο και την εδαφική επικράτεια, τη «χώρα», θεσμός που θα επικρατήσει σ’ όλο τον ελληνικό χώρο και την Κρήτη για πολλούς αιώνες και μέχρι τη Ρωμαιοκρατία. Η μετακίνηση και συνένωση των οικισμών και η δημιουργία των αστικών κέντρων θεωρείται ότι έγινε τον 8ο αιώνα π.Χ.
Πέρα από τις αναφορές των επιγραφικών και φιλολογικών πηγών βασική προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό μιας πόλης ως ανεξάρτητου κράτους είναι η κυριαρχία στα εδάφη, η ύπαρξη νομοθεσίας και πολιτικών θεσμών, η ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, η δυνατότητα απονομής δικαιοσύνης, η συντήρηση στρατού, η κοπή νομισμάτων, η επιβολή δασμών και η διαχείριση των εσόδων της. “
“Την Υστερομινωϊκή κατοίκηση (1200-1025 π.Χ.) στο Κάστρο διαδέχεται ο διευρυμένος Πρωτογεωμετρικός οικισμός (1025-850 π.Χ.), που άλλαξε μερικώς μορφή τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Τα δωμάτια του οικισμού έχουν μόνιμες εγκαταστάσεις οικιακής χρήσης, ενώ τα ευρήματα παρέχουν πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των κατοίκων και τις σχέσεις τους με το φυσικό περιβάλλον και την αξιοποίηση των πόρων του. Το μέγεθος του οικισμού μειώθηκε κατά την διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. και τελικά εγκαταλείφθηκε.”
Στόχος της ενότητας αυτής είναι να δώσει συνοπτικά την εικόνα ενός οικισμού της αρχαϊκής περιόδου με τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δραστηριότητές του. Ο Αζοριάς αποτελεί τη μοναδική στην Κρήτη ανεσκαμμένη θέση αστικού χαρακτήρα του 6ου αιώνα π.Χ. με ευρήματα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που παρέχουν μοναδικά στοιχεία για τη μετάβαση από τον οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στην πόλη-κράτος της αρχαϊκής περιόδου, για την πολιτική οικονομία μιας πρώιμης ελληνικής πόλης και για τις αλλαγές στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική οργάνωση κατά την ύστερη αρχαϊκή περίοδο.
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Στη συγκεκριμένη ενότητα καταδεικνύεται η σημασία της θρησκείας και η εξελικτική πορεία των θρησκευτικών αντιλήψεων και της θρησκευτικής πρακτικής στη ζωή των Κρητών της Ανατολικής Κρήτης κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Τα ιερά εντός οικισμών στο πέρασμα του χρόνου αποκτούν αυτοτέλεια και λειτουργούν όχι μόνο ως χώροι για την άσκηση ιεροπραξιών αλλά και κατά κάποιο τρόπο συνεισφέρουν στην ισχυροποίηση των συνεκτικών δεσμών της κοινότητας. Τα ιερά στην ύπαιθρο από την άλλη αποτελούν πόλο έλξης όχι μόνο των κατοίκων της περιοχής αλλά και συχνά άλλων γειτονικών. Αν και είναι συνήθως δύσκολη η ταύτιση της λατρευόμενης θεότητας, ωστόσο από τα αναθήματα γίνονται φανερές οι σύνθετες θρησκευτικές και κοινωνικές μεταβολές της εποχής.
Αρχαϊκή περίοδος
Η συλλογή του Μουσείου φιλοξενεί ελάχιστα ευρήματα από το Σπήλαιο Ψυχρού, το γνωστό ως Δικταίον Άντρον, αφού ο μεγάλος αριθμός ευρημάτων μοιράζεται σε διάφορα άλλα μουσεία, με το μεγαλύτερο μέρος τους στο Μουσείο Ηρακλείου. Παρουσιάζεται στην υποενότητα αυτή, γιατί αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και επιβλητικότερα λατρευτικά σπήλαια της Κρήτης και για μια εξαιρετικά μεγάλη χρονική περίοδο, από τη Μεσομινωική ως την αρχαϊκή εποχή, δηλ. από το 1800 π.Χ. περίπου ως τον 7ο αι. π.Χ. -με εξαίρεση λίγα ευρήματα που φτάνουν ως τη μεσαιωνική εποχή- έναν από τους σπουδαιότερους λατρευτικούς χώρους του νησιού. Εδώ βρέθηκαν χάλκινα ειδώλια ανδρών και γυναικών που απεικόνιζαν τους ίδιους τους πιστούς σε χαρακτηριστικές λατρευτικές στάσεις, ειδώλια ζώων που υποκαθιστούσαν τα πραγματικά, χάλκινα εργαλεία, μαχαίρια, πελέκεις, ξυράφια, λεπίδες, σφραγίδες και πόρπες, που θα παρουσιαστούν με πλούσιο εποπτικό υλικό.
“Τα νεκροταφεία της πρώτης χιλιετίας εξακολουθούν να βρίσκονται έξω από τους οικισμούς, πολλές φορές σε σημεία όπου προϋπήρχαν μινωικοί τάφοι, αρκετοί από τους οποίους ξαναχρησιμοποιήθηκαν. Η κατασκευή θολωτών και θαλαμοειδών τάφων σταματά τον 8ο αιώνα, αλλά η χρήση τους συνεχίζεται και στον 6ο αιώνα π.Χ.
Στην Κρήτη ταφές και καύσεις συνυπάρχουν στον ίδιο τάφο μέχρι τον 9ο αι.π.Χ. Σταδιακά ο χώρος των οικογενειακών τάφων στενεύει και στη θέση παλαιότερων ταφών που απομακρύνονται τοποθετούνται οι νέοι νεκροί.
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή στα ταφικά έθιμα σημειώνεται τον 7ο αιώνα, λόγω ουσιαστικών κοινωνικών αλλαγών, που επέτρεψαν στους πολίτες να συνειδητοποιήσουν την ατομική τους συμβολή στο κοινωνικό σύνολο. Τότε ακριβώς παρουσιάζονται στην Κρήτη οι πρώτοι ατομικοί τάφοι.
Τα κτερίσματα συγκαταλέγονται στα προσωπικά είδη του νεκρού και ο αριθμός τους, που αυξάνεται προοδευτικά από τον 11ο ως και τον 7ο αιώνα, φανερώνει την αντίστοιχη οικονομική ανάπτυξη των κατοίκων του νησιού. “
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
“Από την αρχαϊκή περίοδο και εξής παγιώνεται σταδιακά η οργάνωση των κρητικών πόλεων με βάση το γνωστό και από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο σύστημα της πόλης-κράτους. Κύριες πόλεις-κράτη της Ανατολικής Κρήτης ήταν οι: Ιεράπυτνα, Ίτανος, Πραισός, Λατώ, Ολούς, Ιστρών, Δρήρος και Μάλλα.
Οι πόλεις αυτές συγκεντρώνουν τις βασικές ιδιότητες μιας πόλης-κράτους. Έχουν συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια που αποτελείται από το άστυ και την ύπαιθρο χώρα και σύνορα αυστηρά καθορισμένα, συχνά με ειδικές συνθήκες σε περίπτωση διαμάχης, όπως αυτές των Λατίων με τους Ολουντίους και τους Ιεραπυτνίους. Χαρακτηριστικά τους είναι η ανεξαρτησία και η αυτόνομη λειτουργία σε όλα τα επίπεδα, πολιτικό, διοικητικό, θρησκευτικό, οικονομικό, καθώς και το ότι η καθεμία ψηφίζει τους δικούς της νόμους, έχει τους δικούς της θεούς-προστάτες (πολιούχους), το δικό της ημερολόγιο, τις δικές της γιορτές και βεβαίως το δικό της νόμισμα.
Με το πέρασμα του χρόνου κάποιες πόλεις εγκαταλείπονται, άλλες ειρηνικά, όπως η Λατώ, άλλες βίαια μετά από καταστροφή, όπως η Δρήρος και η Πραισός. Οι πόλεις εξελίσσονται συνεχώς μέσα σε ένα σύνθετο πλέγμα ενδοκρητικών και εξωκρητικών σχέσεων μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση, οπότε η υπόστασή τους μεταβάλλεται ριζικά με την αφομοίωση μέσα στην νέα πολιτική πραγματικότητα ως ελάχιστο τμήμα μιας αχανούς συγκεντρωτικής αυτοκρατορίας.”
Ελληνιστική περίοδος
“Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως σημαντικό τμήμα της αρχαίας πόλης των Λατίων με το πολιτικοθρησκευτικό της κέντρο, τα δημόσια κτίρια και μέρος των ιδιωτικών κατοικιών. Η στήλη που βρέθηκε μέσα στην κεντρική δεξαμενή της πόλης και έφερε το κείμενο της συνθήκης των Λατίων με τους Γορτυνίους επιβεβαίωσε τη θέση και το όνομα της πόλης.
Στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. το κέντρο βάρους μετατίθεται στην παράλια Καμάρα, η οποία θα ακμάσει και κατά την ρωμαιοκρατία. Κατάλοιπά της έχουν αποκαλυφθεί κάτω από την σύγχρονη πόλη. Η κατάληψη της Ιστρώνας και η διαμάχη με τον Ολούντα για το μεθοριακό ιερό Αφροδίτης/Άρη συνιστούν σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της Λατούς-Καμάρας. Επιγραφές και άλλα ευρήματα μαρτυρούν σχέσεις με πόλεις εντός και εκτός Κρήτης (Δωδεκάνησα, Μικρά Ασία).”
Ελληνιστική περίοδος
“Λείψανα κατοίκησης στην ευρύτερη περιοχή ανάγονται στο τέλος της Τελικής Νεολιθικής περιόδου.
Το αστικό κέντρο της επικράτειας των Ιστρωνίων κατά την ελληνιστική περίοδο εντοπίζεται στην χερσόνησο Νησί κοντά στον οικισμό Καλό Χωριό.
Η επικράτεια των Ιστρωνίων μπορεί κατά προσέγγιση μόνο να προσδιοριστεί από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και πρέπει να περιελάμβανε την ευρύτερη περιοχή πέριξ του οικισμού Καλό Χωριό ενώ το νεκροταφείο της πόλεως έχει εντοπιστεί στην θέση Κατεβατή.
Επιγραφικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν σχέσεις των Ιστρωνίων με πόλεις του νησιωτικού χώρου (Τήνο, Κω) και της Μικράς Ασίας (Τέω, Μίλητο, Πέργαμο).
Μετά το 183 π.Χ. η γειτονική Λατώ κατέλαβε την Ιστρώνα, η οποία έκτοτε έπαψε να υφίσταται ως ανεξάρτητη πόλη-κράτος.
“
(Studiasm.mar.magn)
Οι ορατοί αρχαίοι τοίχοι στη θάλασσα εκατέρωθεν του ισθμού του Πόρου, η ανεύρεση το 1898 μιας λίθινης στήλης με διάφορα ψηφίσματα των Ολουντίων και αργότερα δημοσίων εγγράφων και ψηφισμάτων για συνθήκες με τους Ροδίους και τους Λυττίους, καθώς και οι περιορισμένες διερευνητικές τομές στη θέση Έξω Πόρος ταυτοποίησαν τη θέση του αστικού κέντρου της επικράτειας των Ολουντίων. Το νεκροταφείο της πόλης έχει εντοπισθεί στον οικισμό Σχίσμα και σε μεγάλο βαθμό ερευνηθεί. Η ακμή της πόλης συνεχίστηκε και κατά την ρωμαιοκρατία, όπως αποδεικνύεται από επιγραφικές μαρτυρίες και ανασκαφικά ευρήματα.

Κλασική περίοδος

Κλασική περίοδος

Ελληνιστική περίοδος
“Το αστικό κέντρο της επικράτειας των Δρηρίων εντοπίζεται σε δύο λόφους στα βορειοδυτικά της σημερινής Νεάπολης. Η κατοίκηση στην περιοχή ανάγεται στους Υπομινωικούς χρόνους (1050-900 π.Χ.), η σαφής πολεοδομική οργάνωση όμως ξεκινά τον 8ο αιώνα π.Χ.
Από το «άστυ» διακρίνονται κατάλοιπα οικιών και τμήματα τειχών διαφόρων εποχών, δημόσια κτίρια στον χώρο της αγοράς (πρυτανείον, δεξαμενή), καθώς και ιερά στην αγορά και στις ακροπόλεις.
Στα Β του Α΄ λόφου έχει εντοπισθεί το γεωμετρικό νεκροταφείο της πόλεως.
Σε διάφορα σημεία της πόλεως έχουν εντοπιστεί επιγραφές αρχαϊκών (νομοθετικού περιεχομένου, ετεοκρητική κ.ά.) και ελληνιστικών χρόνων (σημαντικότερη ο όρκος των Δρηρίων). “
“Το «άστυ» των Ιεραπυτνίων εντοπίζεται, δυτικά της σύγχρονης Ιεράπετρας, ενώ στην επικράτειά της ανήκε η ρωμαϊκή εγκατάσταση στον Μύρτο.
Η καίρια θέση της που ευνόησε τις επαφές εντός και εκτός Κρήτης και η ανάπτυξη διπλωματικής και στρατιωτικής δραστηριότητας έδωσαν στην ελληνιστική Ιεράπυτνα κυρίαρχη θέση στην Ανατολική Κρήτη, ενώ κατά την Ρωμαιοκρατία ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη του νησιού μετά την Γόρτυνα.
Η Ιεράπυτνα κατέλαβε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά την Πραισό το 145 π.Χ. αποκτώντας έτσι κοινά σύνορα με την Ίτανο. Αυτό οδήγησε σε μακρόχρονες συνοριακές διαμάχες που επιλύθηκαν με διαιτησία της μικρασιατικής Μαγνησίας και της Ρώμης.”
“Η θέση της Πραισού εντοπίζεται σε τρεις λόφους στο κέντρο της Ανατολικής Κρήτης κοντά στην σύγχρονη Νέα Πραισό. Η κατοίκηση στην περιοχή ανάγεται στον 8ο αιώνα π.Χ., όπως προκύπτει από τα πολύ σημαντικά ιερά και αποθέτες ιερών που έχουν αποκαλυφθεί τόσο στις ακροπόλεις Α΄ και Γ΄ όσο και σε περιφερειακές θέσεις.
Η πόλη θεωρείται κέντρο των Ετεοκρητών, αυτοχθόνων κατοίκων της Κρήτης, στοιχείο που της προσέδωσε ιδιαίτερο χαρακτήρα, ανιχνεύσιμο στα υλικά κατάλοιπα με κύριο τις λεγόμενες ετεοκρητικές επιγραφές.
Την νεώτερη ιστορία της Πραισού χαρακτηρίζουν οι συνεχείς διαμάχες με τις γειτονικές Ιεράπυτνα και Ίτανο και κυρίως ο τραγικός επίλογος της ύπαρξής της, ο οποίος γράφτηκε στα 145 π.Χ. με την ολοκληρωτική καταστροφή της από τους Ιεραπυτνίους.”


Ελληνιστική περίοδος

Ρωμαϊκή περίοδος
“Το ανατολικότερο τμήμα της Κρήτης αποτελούσε τμήμα της επικράτειας της Ιτάνου, το αστικό κέντρο της οποίας εντοπίζεται σε δύο λόφους νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου Σαμώνιο (Στο «άστυ» εντοπίστηκαν κατάλοιπα οικιών, ναού και τειχών, ενώ στην ευρύτερη περιοχή διαπιστώθηκε η ύπαρξη ιερών. Η σχέση της Ιτάνου με τους Πτολεμαίους και μάλιστα η πρόσκληση αιγυπτιακής φρουράς καθώς και η διαμάχη με την Ιεράπυτνα για το ιερό του Δικταίου Διός και την νησίδα Λεύκη (Κουφονήσι), η οποία επιλύθηκε τελικά υπέρ των Ιτανίων, είναι γεγονότα-σταθμοί στην ιστορία της πόλης.
Στην Λεύκη, κέντρο παραγωγής πορφύρας, έχουν εντοπιστεί πολύ σημαντικά οικοδομήματα (ναός, θέατρο, λουτρά, υδραγωγείο), γεγονός που οδήγησε στον χαρακτηρισμό της ως «η Δήλος του Λιβυκού»”
Στην ενότητα αυτή παρουσιάζεται η γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή που υπήρξε θεμέλιος λίθος της οικονομίας του νησιού, όπως συνέβαινε και στις προηγούμενες περιόδους. Από την άλλη πλευρά η βιοτεχνική παραγωγή υπήρξε σχετικά περιορισμένη. Και οι δύο κάλυπταν πάντως σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες των κατοίκων του νησιού. Το εμπόριο, κυρίως το διαμετακομιστικό, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τον 4ο αι. π.Χ. Παράλληλα, σημαντικές πηγές εσόδων στην ελληνιστική περίοδο αποτελούσαν η μισθοφορία και η πειρατεία.
Κύρια ασχολία των Κρητικών ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, η σημασία των οποίων γίνεται φανερή από τις συχνές διαμάχες τους για την κατοχή περιοχών κατάλληλων για γεωργική και κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Άλλες δραστηριότητες αποτελούσαν η συλλογή των περίφημων ενδημικών βοτάνων και αρωματικών φυτών, η μελισσοκομία, η υλοτομία και η αλιεία. Η βιοτεχνία ήταν σχετικά περιορισμένη. Σε επιγραφές γίνονται αναφορές σε οικοδόμους, γραφείς, κιθαριστές και βυρσοδέψες, ενώ οι αρχαιολογικές μαρτυρίες παραπέμπουν σε βιοτεχνικές δραστηριότητες σχετικές με την κεραμική, οπλουργία, μεταλλοτεχνία, λιθοτεχνία, καλαθοποιία και υφαντική, τη συλλογή αλατιού, την επεξεργασία πορφύρας και τη βαφή νημάτων.
Ελληνιστική και Αρχαϊκή περίοδος
Ελληνιστική και Αρχαϊκή περίοδος
Οι βιοτεχνικές δραστηριότητες απέβλεπαν κυρίως στην κάλυψη των εγχώριων αναγκών και σπανιότερα στο εξαγωγικό εμπόριο. Αυτές είχαν να κάνουν με την παραγωγή χαμηλής ποιότητας χρηστικής κεραμικής, λυχναριών, ειδωλίων και πλίνθων (κεραμικοί κλίβανοι στη Λατώ και το Καλό Χωριό) και στην εξόρυξη ακονόπετρας από το όρος Όξας του Ολούντος και μόλυβδου από τη Ζίρο Σητείας. Ανεπτυγμένη ήταν επίσης η κατεργασία πορφύρας στο Κουφονήσι, η παρασκευή βαφών για υφάσματα, η επεξεργασία δερμάτων, η συλλογή αλατιού σε αλυκές και η υφαντουργία, για την κάλυψη κυρίως οικιακών αναγκών.
Ελληνιστική περίοδος
Ελληνιστική περίοδος
Οι πληροφορίες που έχουμε για τη διακίνηση αγαθών τη συγκεκριμένη περίοδο αποτελούν κυρίως συμπεράσματα αρχαιολογικής έρευνας. Με εξαίρεση το κρασί, οι εξαγωγές ήταν περιορισμένες και αφορούσαν κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ξυλεία, μέλι, κερί και ακονόπετρα. Περισσότερα σε ποσότητα και αξία ήταν τα εισαγόμενα προϊόντα, όπως καλής ποιότητας κεραμική, γυάλινα αγγεία και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, σαρκοφάγοι και γλυπτά από τα νησιά του Αιγαίου, τη βόρεια Αφρική, τη Μικρά Ασία και την Ιταλία.
Κλασική περίοδος
“Στην ανατολική Κρήτη οι πόλεις Ιεράπυτνα, Ίτανος, Πραισός, Λατώ, Ολούς και Μάλλα ξεκίνησαν να κόβουν νομίσματα τον 4ο αιώνα π.Χ., με την Ιεράπυτνα και την Λατώ να συνεχίζουν για ένα διάστημα και κατά την ρωμαιοκρατία. Τα νομίσματα αυτά φαίνεται ότι κυκλοφόρησαν κυρίως στην περιοχή κάθε πόλης και κάποια μάλιστα για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Εξαίρεση αποτελούν τα νομίσματα της Ιεράπυτνας και της Ιτάνου, που φαίνεται ότι είχαν μεγαλύτερη κυκλοφορία και εκτός της επικράτειάς τους.
Στα νομίσματα αναγραφόταν το όνομα της πόλης από την οποία προέρχονταν (π.χ. Πραισίων, Ιτανίων) και συχνά το όνομα του υπευθύνου κοπής τους. Τα εικονιζόμενα θέματα εξέφραζαν την θρησκευτική παράδοση και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε πόλης. Έτσι, εμφανίζονται πολιούχοι θεοί, όπως η Βριτόμαρτις του Ολούντος, η Ελεύθεια της Λατούς, ο Δίας της Μάλλας, ενώ ο θαλάσσιος θεός Γλαύκος επιλέγεται για το νόμισμα της κατεξοχήν ναυτικής Ιτάνου.
Η γεωγραφική θέση, αλλά και οι έντονες εμπορικές, πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις της περιοχής με άλλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου και τα ελληνιστικά βασίλεια, καθώς και η απασχόληση των κατοίκων με τη μισθοφορία συντέλεσαν στην αύξηση μετά τον 3ο αι. και κυρίως το 2ο αι. π.Χ. της κυκλοφορίας ξένων νομισμάτων, κυρίως της Ρόδου, της Κνίδου, της Περγάμου, της Συρίας, της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Ρωμαίους στην περιοχή κυκλοφορούν ρωμαϊκά νομίσματα από διάφορα νομισματοκοπία της ρωμαϊκής επικράτειας.
“
Η καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής, ανδρών και γυναικών, σχετιζόταν με τη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία. Οι ελεύθεροι πολίτες αθλούνταν, πολεμούσαν, συμμετείχαν στη δημόσια ζωή της πόλης και εκμεταλλεύονταν την περιουσία τους. Οι υπόλοιποι ασχολούνταν με τις χειρωνακτικές εργασίες και άλλα επαγγέλματα. Οι γυναίκες είχαν κατά κύριο λόγο τη φροντίδα του σπιτιού και δεν συμμετείχαν στα κοινά. Στα αστικά κέντρα της Ανατολικής Κρήτης οι περισσότερες οικίες αποτελούνταν από ένα έως τρία δωμάτια με χτιστή εστία σε ένα απ’ αυτά. Κάποιες οικίες εύπορων αστών όμως εμφανίζουν πιο επιμελημένη κατασκευή.
Ο συνήθης εξοπλισμός των σπιτιών περιελάμβανε πήλινα κυρίως αλλά και μεταλλικά και λίθινα σκεύη, ξύλινα έπιπλα και υφάσματα που εξυπηρετούσαν τις κοινές ανάγκες του νοικοκυριού και της οικιακής οικονομίας.
“Στα υλικά δομής των οικιών της εποχής αυτής συγκαταλέγονται ντόπια πέτρα για τους τοίχους, ξύλο και αργιλόχωμα για τις επίπεδες στέγες, στις οποίες σπάνια χρησιμοποιούνταν κεραμίδια. Τα δάπεδα καλύπτονταν με αργιλόχωμα ή ήταν λιθόστρωτα, ενώ στη Ρωμαϊκή εποχή κοσμούνταν με ψηφιδωτά (Ιεράπετρα).
Η οικοσκευή περιλάμβανε πήλινα και λίθινα αγγεία, λυχνάρια, λίθινες λεκάνες, τριπτήρες και γουδιά, λίθινα ή μαρμάρινα πόδια τραπεζιών. Τα περισσότερα έπιπλα φαίνεται πως ήταν ξύλινα, επομένως δεν άφησαν πίσω τους ίχνη. Σπάνια ευρήματα είναι ο πήλινος λουτήρας από τη Λατώ και το μαρμάρινο τραπεζοφόρο από την Καμάρα (Άγ. Νικόλαος).Η υφαντική, γνωστή από τα μινωικά χρόνια, εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση στην οικονομία. Η ύφανση του μαλλιού γινόταν κυρίως στα πλαίσια της οικίας για την κάλυψη των αναγκών του νοικοκυριού. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνταν κάθετοι αργαλειοί, αλλά και πλήθος από υφαντικά βάρη, άγκιστρα αδραχτιού, βελόνες και ψαλιδάκια”
Το ενδιαφέρον για την εξωτερική εμφάνιση των Κρητών τη συγκεκριμένη εποχή φαίνεται πως ήταν έντονο, όπως μαρτυρούν αρχικά τα αρχαιολογικά ευρήματα, προερχόμενα κυρίως από τάφους, αλλά και οι ανθρώπινες αναπαραστάσεις σε αγγεία και ειδώλια.
Τα ενδύματα, ανδρικά και γυναικεία αντικατοπτρίζουν την ηλικία, την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, την επαγγελματική ενασχόληση και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες φοριούνται. Αντίστοιχη εικόνα δίνουν και τα κοσμήματα χρυσά, ασημένια, χάλκινα ή σιδερένια, με τα οποία, κυρίως οι γυναίκες, κοσμούν το κεφάλι, το λαιμό και τα χέρια τους. Αναπόσπαστο μέρος της εμφάνισης αποτελούν οι γυναικείες κομμώσεις που είναι εξαιρετικά περίτεχνες, αλλά και η χρήση καλλυντικών (ψιμυθιών) και αρωμάτων, όπως μαρτυρεί το πλήθος των αντικειμένων σχετικών με το καλλωπισμό του σώματος. “
Τόσο οι γραπτές πηγές όσο και τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν την έντονη ενασχόληση των Κρητών με τον αθλητισμό. Αυτό καταδεικνύει ο μεγάλος αριθμός στλεγγίδων (ξύστρες για τον καθαρισμό του σώματος) και αρύβαλλων (μικρά μυροδοχεία) που περιλαμβάνονται στα κτερίσματα πολλών ανδρικών ταφών από το ρωμαϊκό νεκροταφείο του Αγίου Νικολάου αλλά και ο χρυσοστεφανωμένος νεκρός που συνδέεται ενδεχομένως με αθλητή.
Αντικείμενα που ταυτίζονται με παιχνίδια την εποχής απαντώνται κυρίως ως κτερίσματα σε ταφές παιδιών και σε εικονιστικές παραστάσεις σε αγγεία ή ειδώλια. Πρόκειται για μικρογραφίες αγγείων, άμαξες με τροχούς, πλαγγόνες, σβούρες, πήλινα ειδώλια που αναπαριστούν συνήθως ζώα (δελφίνια), γυάλινοι πεσσοί, βώλοι από πηλό και αστράγαλοι.
Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδος
“Η θρησκεία στενά συνδεδεμένη πλέον με τις διοικητικές δομές της πόλεως-κράτους και με σαφή δημόσιο χαρακτήρα διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, ενώ παράλληλα συνιστά άξονα οργάνωσης όλων των πτυχών της δημόσιας ζωής. Οι θεοί είναι παρόντες σε όλες τις σημαντικές πράξεις των πόλεων. Μνημονεύονται στα ψηφίσματα, επισφραγίζουν τις συμμαχίες, δίνουν κύρος στο νόμισμα, θωρακίζουν τα σύνορα. Ταυτόχρονα ορίζουν και ευλογούν τον χρόνο και τις δραστηριότητες των ανθρώπων.
Η λατρεία έχει σαφή δημόσιο χαρακτήρα χωρίς να λείπουν και οι ενδείξεις για την ύπαρξη οικιακής – ιδιωτικής λατρείας. Ασκείται στους ναούς, οι οποίοι έχουν μικρό κατά κανόνα μέγεθος, ενώ παράλληλα εξακολουθεί η χρήση υπαίθριων ιερών καθώς και η διαχρονική λατρεία σε ιερά σπήλαια. “
Αρχαϊκή περίοδος
Αρχαϊκή περίοδος
“Τα νεκροταφεία στην Ανατολική Κρήτη βρίσκονταν στις παρυφές των πόλεων και τα περισσότερα είχαν μακρά περίοδο χρήσης. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στην Καμάρα και στην Ιεράπυτνα, έχουν εντοπιστεί περισσότερα από ένα. Οι διαφόρων τύπων τάφοι (στην Ανατολική Κρήτη έχουν βρεθεί απλοί λακκοειδείς, κεραμοσκεπείς καλυβίτες, κιβωτιόσχημοι και καμαροσκεπείς) οργανώνονταν σε συστάδες, σχετιζόμενες πιθανώς με τα γένη και τις οικογένειες. Η εσωτερική αυτή οργάνωση δηλώνεται ορισμένες φορές και αρχιτεκτονικά με τη δημιουργία κτιστών περιβόλων, ενώ στον Ολούντα εξωτερικός περίβολος οριοθετούσε ολόκληρο το νεκροταφείο. Ο προσανατολισμός των τάφων δεν παρουσιάζει ομοιομορφία. Η συχνή τοποθέτηση πάντως των νεκρών να «κοιτάζουν» προς την Δύση αντικατοπτρίζει πιθανόν την αντίληψη ότι εκεί βρίσκονταν οι οίκοι του Άδη. Κάθε τάφος περιλάμβανε κατά κανόνα μία μόνο ταφή, με λίγες εξαιρέσεις. Το τελετουργικό ενταφιασμού περιλάμβανε ειδικές τελετές, όπως προκύπτει από σχετικά ευρήματα, ενώ οι νεκροί συνοδεύονταν πάντοτε από κτερίσματα, δηλ. αντικείμενα που τοποθετούσαν οι συγγενείς στον τάφο για τους αγαπημένους τους εκλιπόντες. Πολλά κτερίσματα είχαν συμβολικό ή μαγικό-θρησκευτικό χαρακτήρα.
Η θέση του τάφου και η ταυτότητα του νεκρού προσδιορίζονταν συνήθως από ένα σήμα, δηλ. έναν ενεπίγραφο επιτύμβιο κυβόλιθο ή μια επιτύμβια στήλη, που σπάνια έφερε ανάγλυφη παράσταση.
“
Η μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και η σταδιακή επικράτηση του χριστιανισμού σηματοδοτούν την Α’ βυζαντινή περίοδο. Οι γραπτές πηγές και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι στην ανατολική Κρήτη υπάρχουν αυτή την εποχή πέντε παραθαλάσσιες πόλεις: Ολούς, Καμάρα, Ιεράπυδνα, Σητεία και Ίτανος και άλλοι μικρότεροι οικισμοί. Το νησί της Κρήτης ως και τα μέσα του 7ου μ.Χ. έχει στρατηγική θέση μέσα στην ενοποιημένη Μεσόγειο, καθώς αποτελεί σημείο αναφοράς στις θαλάσσιες διαδρομές από και προς την Αφρική και την Ασία.
Η επικράτηση της νέας θρησκείας στο νησί τεκμηριώνεται από το πλήθος των χριστιανικών ναών που ανεγείρονται κατά την Α’ Βυζαντινή περίοδο και κυρίως κατά τον 5ο και 6ο μ.Χ. αιώνα. Στην ανατολική Κρήτη, ναοί αυτής της εποχής βρίσκονται κυρίως σε λιμάνια (Ελούντα, Ψείρα, Μόχλος, Σητεία και Ίτανο). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και στην πόλη της Ιεράπετρας υπήρχαν χριστιανικοί ναοί, δεδομένου ότι η Επισκοπή Ιεραπύτνης τεκμηριώνεται από γραπτές πηγές ήδη από τον 4ο αι. μ.Χ.

525-550 μ.Χ.